ψυχασθενικός

ψυχασθενικός
η , ό[ν]
1) душевнобольной; 2) мед, психастенический

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "ψυχασθενικός" в других словарях:

  • ψυχασθενικός — ή, ό, Ν [ψυχασθενής] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ψυχασθένεια («ψυχασθενικό σύμπτωμα») 2. (για πρόσ.) αυτός που πάσχει από ψυχασθένεια …   Dictionary of Greek

  • ψυχασθενικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ψυχασθένεια ή στον ψυχασθενή, αυτός που πάσχει από ψυχασθένεια: Είναι ψυχασθενικό άτομο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»